Δάμασος

Δάμασος
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που τον σκότωσε ο Πολυποίτης, γιος του Πείριθου.
2. Γιος του Κόδρου, που μαζί με τον αδελφό του Νάοκλο ίδρυσε την αποικία των Ορχομενίων Μινυών.
3. Ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, που καταγόταν από τη Σίρι της Ιταλίας.
II
Όνομα δύο παπών της Ρώμης.
1. Δ. Α’ (Ισπανία περ. 305 – 384). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και πάπας της Ρώμης (366-384). Εξελέγη πάπας μετά τον θάνατο του προκατόχου του, Λιβερίου. Όμως, μία μερίδα δυσαρεστημένων εξέλεξε άλλον πάπα, τον Ουρσίνο. Ο Δ. Α’ επιβλήθηκε με βίαια μέσα και ο Ουρσίνος εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό. Ο Δ. Α’ καταδίκασε τους οπαδούς του Απολλινάριου και του Μακεδόνιου και συγκάλεσε πολλές συνόδους στη Ρώμη. Ανέθεσε στον γραμματέα του άγιο Ιερώνυμο την αναθεώρηση της παλιάς λατινικής έκδοσης της Αγίας Γραφής. Φρόντισε επίσης να γίνουν πολλά έργα στις κατακόμβες. Η μνήμη του τιμάται από τη Δυτ. Εκκλησία στις 11 Δεκεμβρίου.
2. Δ. Β’ (; – 1048). Πάπας της Ρώμης (17 Ιουλίου – 9 Αυγούστου 1048). Ήταν επίσκοπος Μπρίξεν στο Τιρόλο και ονομάστηκε πάπας από τον αυτοκράτορα Ερρίκο Γ’. Στη Ρώμη έγινε δεκτός χωρίς ενθουσιασμό. Πέθανε ύστερα από λίγο στην Παλεστρίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δάμασος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάμασε — Δάμασος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάσω — Δάμασον neut nom/voc/acc dual Δάμασον neut gen sg (doric aeolic) Δάμασος masc nom/voc/acc dual Δάμασος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Карфаген кипрский — (Kartihadasti) упоминается в анналах Ассоргаддона при перечислении западных царей данников. Царем его назван Da mu si, что дает многим повод видеть в нем грека (Δάμασος), а город отождествлять с классическим Κούζιον, основанном аргивянами к З. от …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Damasvs — DAMĂSVS, i, Gr. Δάμασος, ου, ein Trojaner, welchen Polypötes, nebst andern, niedermachte. Hom. Il. Μ. v. 284 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Δαμάσου — Δάμασον neut gen sg Δάμασος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάσων — Δάμασον neut gen pl Δάμασος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάσῳ — Δάμασον neut dat sg Δάμασος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”